υδροελαιόμετρο

υδροελαιόμετρο
το, Ν
όργανο κατάλληλο για τον προσδιορισμό τής σχετικής περιεκτικότητας λαδιού και νερού στις ελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ελαιόμετρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”